- παραδραμεῖται
- παρατρέχωrun byfut ind mid 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασύπους — ο (AM δασύπους, οδος) όποιος έχει μαλλιαρά πόδια νεοελλ. γένος θηλαστικών τής οικογένειας τών δασυποδιδών αρχ. 1. ο λαγός 2. (παροιμ. φρ. «χελώνη παραδραμείται δασύποδα» η χελώνα θα ξεπεράσει τον λαγό … Dictionary of Greek